- νομικιστικός
- -ή, -ό και νομικίστικος, -η, -οχαρακτηριστικός τού νομικισμού, δικολαβίστικος.επίρρ...νομικιστικά και -ίστικααπό νομικιστική άποψη.[ΕΤΥΜΟΛ. < νομικός + κατάλ. -ιστικος (πρβλ. δασκαλ-ίστικος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.